ornière
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ornière | ornières |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ornière < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική ordiere (για το οποίο δείτε τη λατινική orbita, θηλυκό) με την επίδραση του orne, (αρσενικό)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ornière (fr) θηλυκό
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ornière (fr)
- α΄ ή γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής & υποτακτικής ενεστώτα του orniérer
- β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής του orniérer
Πηγές
[επεξεργασία]- ornière - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- ornière - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé