ornière

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
ornière ornières

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ornière < παλαιά γαλλική ordiere

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔʁ.njɛʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ornière (fr) θηλυκό