Μετάβαση στο περιεχόμενο

ornière

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
ornière ornières

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ornière < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική ordiere (για το οποίο δείτε τη λατινική orbita, θηλυκό) με την επίδραση του orne, (αρσενικό)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔʁ.njɛʁ/
ομόηχο: ornières

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ornière (fr) θηλυκό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ornière (fr)

  1. α΄ ή γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής & υποτακτικής ενεστώτα του orniérer
  2. β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής του orniérer