ornière
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ornière | ornières |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ornière < παλαιά γαλλική ordiere
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ornière (fr) θηλυκό