oronge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
oronge | oronges |
oronge (fr) θηλυκό
- ο αμανίτης (είδος μανιταριού)
ενικός | πληθυντικός |
oronge | oronges |
oronge (fr) θηλυκό