orphéoniste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
orphéoniste | orphéonistes |
orphéoniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- μέλος μιας φανφάρας, μιας φιλαρμονικής
ενικός | πληθυντικός |
orphéoniste | orphéonistes |
orphéoniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό