Μετάβαση στο περιεχόμενο

orteil

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
orteil orteils

orteil (fr) αρσενικό