orthodontique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
orthodontique | orthodontiques |
orthodontique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
orthodontique | orthodontiques |
orthodontique (fr) αρσενικό ή θηλυκό