orthologique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɔʁ.tɔ.lɔ.ʒik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
orthologique | orthologiques |
orthologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό