orthopédie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
orthopédie | orthopédies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
orthopédie (fr) θηλυκό
- η ορθοπαιδική (ή ορθοπεδική)