orthorexie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɔʁ.tɔ.ʁɛ.ksi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
orthorexie | orthorexies |
orthorexie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
orthorexie | orthorexies |
orthorexie (fr) θηλυκό