osąd
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
osąd (pl) αρσενικό
- η κρίση (νοητική ενέργεια)
osąd (pl) αρσενικό