osiedle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | osiedle | osiedla |
γενική | osiedla | osiedli |
δοτική | osiedlu | osiedlom |
αιτιατική | osiedle | osiedla |
οργανική | osiedlem | osiedlami |
τοπική | osiedlu | osiedlach |
κλητική | osiedle | osiedla |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
osiedle (pl) ουδέτερο