Μετάβαση στο περιεχόμενο

ossature

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ossature (fr) θηλυκό

  1. σκελετός (συνήθως από μπετόν, ξύλο ή μέταλλο)
  2. σκελετός (ανθρώπου ή ζώου)