ostentation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ostentation (en)
- η χρηματεπίδειξη, ο λεφτακισμός
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ostentation | ostentations |
ostentation (fr) θηλυκό
- η επίδειξη