Μετάβαση στο περιεχόμενο

ostrea

Από Βικιλεξικό

Λατινικά (la)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ostrĕa < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική ὄστρεα, πληθυντικός του ὄστρεον που θεωρήθηκε ενικός. Για το ίδιο φαινόμενο δείτε ρετάλι.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɔs.tre.a/ (κλασική λατινική)
τυπογραφικός συλλαβισμός: ostrĕa

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

ostrĕa, -ae (la)

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική ostrĕa ostrĕae
γενική ostrĕae ostrĕārum
δοτική ostrĕae ostrĕīs
αιτιατική ostrĕam ostrĕās
κλητική ostrĕa ostrĕae
αφαιρετική ostrĕā ostrĕīs
(α' κλίση)

Απόγονοι

[επεξεργασία]

ostrea (λατινικά)

παλαιά γαλλικά: ostre > oistre (όπου δείτε άλλους απογόνους)
ισπανικά: ostra
ιταλικά: ostrica
πορτογαλικά: ostra