ostrea
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ostrĕa < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική ὄστρεα, πληθυντικός του ὄστρεον που θεωρήθηκε ενικός. Για το ίδιο φαινόμενο δείτε ρετάλι.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɔs.tre.a/ (κλασική λατινική)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : o‐strĕ‐a
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]ostrĕa, -ae (la)
Κλίση
[επεξεργασία]| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | ostrĕa | ostrĕae |
| γενική | ostrĕae | ostrĕārum |
| δοτική | ostrĕae | ostrĕīs |
| αιτιατική | ostrĕam | ostrĕās |
| κλητική | ostrĕa | ostrĕae |
| αφαιρετική | ostrĕā | ostrĕīs |
Απόγονοι
[επεξεργασία]ostrea (λατινικά)
- ⇒ παλαιά γαλλικά: ostre > oistre (όπου δείτε άλλους απογόνους)
- ⇒ ισπανικά: ostra
- ⇒ ιταλικά: ostrica
- ⇒ πορτογαλικά: ostra
Πηγές
[επεξεργασία]- ostrea - Gaffiot, Félix (1934) Dictionnaire illustré latin-français, Hachette [Γκαφιό, Φελίξ (1934) Εικονογραφημένο λατινογαλλικό λεξικό, Ασέτ] (στα γαλλικά)
- ostrea - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.