ostry

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ostry < πρωτοσλαβική ostrъ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɔstrɨ/

Επίθετο

[επεξεργασία]

ostry (pl)

  1. οξύς
    • μυτερός
    • (για γεύση) με έντονη, προς το ξινό, γεύση
    • (για ήχο) με έντονη, υψηλή συχνότητα
    • (γεωμετρία) για γωνίες μικρότερες των ενενήντα μοιρών

Συγγενικά

[επεξεργασία]