ottoman
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ottoman | ottomans |
θηλυκό | ottomane | ottomanes |
ottoman (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ottoman | ottomans |
ottoman (fr) αρσενικό
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ottoman | ottomans |
ottoman (fr) θηλυκό