Μετάβαση στο περιεχόμενο

ottoman

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Ottoman


Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό ottoman ottomans
θηλυκό ottomane ottomanes

ottoman (fr)

  1. οθωμανικός
  2. (παρωχημένο) τουρκικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ottoman ottomans

ottoman (fr) αρσενικό

  1. είδος υφάσματος από μετάξι και βαμβάκι

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ottoman ottomans

ottoman (fr) θηλυκό

  1. είδος καναπέ με καμπύλη πλάτη


Δείτε επίσης

[επεξεργασία]