out of
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πρόθεση
[επεξεργασία]out of (en)
- από
- ⮡ She let him free out of mercy.
- Τον άφησε ελεύθερο από οίκτο.
- ⮡ She let him free out of mercy.
out of (en)