outback
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
outback (en)
- (Αυστραλία) αγροτική περιοχή, ενδοχώρα, μακριά απ' τα παράλια
Επίθετο[επεξεργασία]
outback (en)
- απομακρυσμένος, αποκομμένος απ' τον πολιτισμό
Επίρρημα[επεξεργασία]
outback (en)
- προς την ενδοχώρα