outgoing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- outgoing, μετοχή ενεστώτα του outgo
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈaʊt.ɡoʊɪŋ/ & /ˈaʊt.ɡoɪŋ/ (ΗΠΑ)
- ΔΦΑ : /ˈaʊt.ɡəʊɪŋ/
Επίθετο[επεξεργασία]
outgoing (en)