outiller
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- outiller < outil
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
outiller (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη outil
outiller (fr)