outrageant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | outrageant | outrageants |
θηλυκό | outrageante | outrageantes |
Επίθετο
[επεξεργασία]outrageant (fr)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]outrageant (fr)