outrance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
outrance | outrances |
outrance (fr) θηλυκό
- κάτι το υπερβολικό
- η ιδιότητα του υπερβολικού
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- à outrance - υπερβολικά