outrance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
outrance outrances

outrance (fr) θηλυκό

  1. κάτι το υπερβολικό
     συνώνυμα: excès
  2. η ιδιότητα του υπερβολικού
     συνώνυμα: démesure, exagération


Εκφράσεις[επεξεργασία]