outrecuidant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
outrecuidant outrecuidants

Επίθετο[επεξεργασία]

outrecuidant (fr) αρσενικό (θηλυκό outrecuidante)

  1. υπεροπτικός
    Un personnage outrecuidant. Ένας υπερόπτης.
  2. αλαζόνας
    Proposition outrecuidante. Αλαζονική πρόταση.
  3. γεμάτος έπαρση
    Propos outrecuidants. Λόγια γεμάτα έπαρση.

Συγγενικά[επεξεργασία]