Μετάβαση στο περιεχόμενο

ovale

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ovale ovales

ovale (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ovale ovali

ovale (it) αρσενικό ή θηλυκό