Μετάβαση στο περιεχόμενο

overcrowd

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας overcrowd
γ΄ ενικό ενεστώτα overcrowds
αόριστος overcrowded
παθητική μετοχή overcrowded
ενεργητική μετοχή overcrowding

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
overcrowd < over- + crowd

overcrowd (en)

  • παραγεμίζω, υπερπληρώ, γεμίζω κάτι υπερβολικά
      The bus overcrowded and the passengers are on top of each other.
    Παραγέμισε το λεωφορείο κι οι επιβάτες είναι ο ένας πάνω στον άλλο.
      The soccer fans overcrowded the stands.
    Οι ποδοσφαιρόφιλοι υπερεπλήρωσαν τις εξέδρες.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]