Μετάβαση στο περιεχόμενο

overcrowding

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

overcrowding (en) (μη μετρήσιμο)

  • ο συνωστισμός
      an overflow audience due to overcrowding - ακροατήριο έξω από τον κύριο χώρο λόγω συνωστισμού

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

overcrowding (en)