Μετάβαση στο περιεχόμενο

overly

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
overly < over + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

overly (en)

  1. υπερβολικά
    παράδειγμα  overly protective behavior - υπερβολικά προστατευτική συμπεριφορά
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη excessively