overseas
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]overseas (en) (χωρίς παραθετικά)
- υπερπόντιος, που βρίσκεται στο εξωτερικό
- ⮡ overseas settlements - υπερπόντιες αποικίες
- ⮡ Our goal is the organic growth of overseas markets.
- Ο στόχος μας είναι η οργανική ανάπτυξη των αγορών του εξωτερικού.
Επίρρημα
[επεξεργασία]overseas (en) (χωρίς παραθετικά)
- στο εξωτερικό