Μετάβαση στο περιεχόμενο

overseas

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
overseas < oversea + -s

Επίθετο

[επεξεργασία]

overseas (en) (χωρίς παραθετικά)

  • υπερπόντιος, που βρίσκεται στο εξωτερικό
      overseas settlements - υπερπόντιες αποικίες
      Our goal is the organic growth of overseas markets.
    Ο στόχος μας είναι η οργανική ανάπτυξη των αγορών του εξωτερικού.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

overseas (en) (χωρίς παραθετικά)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]