oversleep
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | oversleep |
γ΄ ενικό ενεστώτα | oversleeps |
αόριστος | overslept |
παθητική μετοχή | overslept |
ενεργητική μετοχή | oversleeping |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]oversleep (en)
- (αμετάβατο) παρακοιμάμαι
- ↪ He overslept and missed his train.
- Παρακοιμήθηκε και έχασε το τρένο του.
- ↪ He overslept and missed his train.