oversleep

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας oversleep
γ΄ ενικό ενεστώτα oversleeps
αόριστος overslept
παθητική μετοχή overslept
ενεργητική μετοχή oversleeping
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
oversleep < over- + sleep

oversleep (en)