overtake
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | overtake |
γ΄ ενικό ενεστώτα | overtakes |
αόριστος | overtook |
παθητική μετοχή | overtaken |
ενεργητική μετοχή | overtaking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
overtake (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) προσπερνάω, περνάω, περνάω ένα κινούμενο όχημα ή άτομο μπροστά μου γιατί πηγαίνω πιο γρήγορα από αυτό
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεπερνάω, προσπερνάω, περνάω, κάτι γίνεται μεγαλύτερο σε αριθμό, ποσότητα ή σημασία από κάτι άλλο
- συμβαίνω
Πηγές[επεξεργασία]
- overtake - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 606, 692-695, 750. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξεπερνώ, περνώ, προσπερνώ