overtime

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

overtime < over- + time

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

overtime (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η υπερωρία
    I do/work overtime.
    Κάνω/δουλεύω υπερωρίες.
  2. (αμερικανική σημασία, αθλητισμός) η παράταση, μια προκαθορισμένη χρονική περίοδος που προστίθεται στο τέλος ενός αθλητικού αγώνα εάν δεν υπάρχει νικητής στο τέλος της κανονικής περιόδου
    If the last shot went in, the match would go into overtime.
    Aν έμπαινε το τελευταίο σουτ, ο αγώνας θα πήγαινε στην παράταση.
     συνώνυμα: extra time (βρετανικά αγγλικά)

Πηγές[επεξεργασία]