overtime
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η υπερωρία, υπερωριακός
- ↪ I do/work overtime.
- Κάνω/δουλεύω υπερωρίες.
- ↪ They began to little by little cut our overtime pay.
- Άρχισαν να μας κόβουν λίγο-λίγο την υπερωριακή αποζημίωση.
- ↪ I do/work overtime.
- (αμερικανική σημασία, αθλητισμός) η παράταση, μια προκαθορισμένη χρονική περίοδος που προστίθεται στο τέλος ενός αθλητικού αγώνα εάν δεν υπάρχει νικητής στο τέλος της κανονικής περιόδου
- ↪ If the last shot went in, the match would go into overtime.
- Aν έμπαινε το τελευταίο σουτ, ο αγώνας θα πήγαινε στην παράταση.
- ≈ συνώνυμα: extra time (βρετανικά αγγλικά)
- ↪ If the last shot went in, the match would go into overtime.
Πηγές
[επεξεργασία]- overtime - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 914. ISBN 9780194325684., λήμμα: υπερωρία