overwhelmed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]overwhelmed (en)
- είμαι υπερφορτισμένος, είμαι καταβεβλημένος, με γάμησε η κατάσταση, με γάμησαν στην δουλειά, έχω φτάσει στο αμήν/τα όριά μου, τα 'φτυσα, τα 'παιξα, τα έχω παίξει, σαστισμένος και καταβεβλημένος (ταυτόχρονα), κυριευμένος από πεποίθηση αδυναμίας αντιμετώπισης των συνθηκών, μεταφορικά: πνιγμένος σ' ένα χάος