ovogeneză
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ovogeneză (ro) θηλυκό
- η ωογένεση
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του ovogeneză
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o ovogeneză | ovogeneza | nişte ovogeneze | ovogenezele |
γενική | a unei ovogeneze | ovogenezei | a unor ovogeneze | ovogenezelor |
δοτική | unei ovogeneze | ovogenezei | unor ovogeneze | ovogenezelor |
αιτιατική | o ovogeneză | ovogeneza | nişte ovogeneze | ovogenezele |
κλητική | — | - | — | - |