ovolo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ovolo | ovoloj |
αιτιατική | ovolon | ovolojn |
ovolo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ovolo | ovoloj |
αιτιατική | ovolon | ovolojn |
ovolo (eo)