oxigen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]oxigen (ca) αρσενικό
- το οξυγόνο
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]oxigen (ro) ουδέτερο
- το οξυγόνο
oxigen (ca) αρσενικό
oxigen (ro) ουδέτερο