pâlissant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pâlissant < pâlir
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pâlissant | pâlissants |
θηλυκό | pâlissante | pâlissantes |
pâlissant (fr)
- που χλομιάζει
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη pâlir