pâturage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pâturage < pasturage < pâturer
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pâturage | pâturages |
pâturage (fr) αρσενικό
- το δικαίωμα βοσκής σε έναν τόπο
- η πράξη του «φέρνω τα ζώα στη βοσκή», η βόσκηση
- ο βοσκότοπος