pâturage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pâturage < pasturage < pâturer

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /?/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pâturage pâturages

pâturage (fr) αρσενικό

  1. το δικαίωμα βοσκής σε έναν τόπο
  2. η πράξη του «φέρνω τα ζώα στη βοσκή», η βόσκηση
  3. ο βοσκότοπος

Συγγενικά[επεξεργασία]