pèlerinage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɛl.ʁi.naʒ/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pèlerinage | pèlerinages |
pèlerinage (fr) αρσενικό
- το προσκύνημα (η επίσκεψη)
- aller en pèlerinage / faire un pèlerinage - κάνω προσκύνημα
- το προσκύνημα (ο τόπος)
- το προσκύνημα (ταξίδι σε τόπο με τον οποίο συνδέεται κάποιος συναισθηματικά)
- "Années de pèlerinage" «Χρόνια Προσκυνήματος» (σπονδυλωτό έργο για πιάνο του Franz Liszt)