pécho
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
pécho (fr) άκλιτο (χρησιμοποιείται μόνο στην παθητική μετοχή και στο απαρέμφατο)
- (αργκό) πιάνομαι, συλλαμβάνομαι
- (αργκό, μεταφορικά) γοητεύω, βγαίνω με κάποιον, φλερτάρω, κάνω καμάκι, την πέφτω
- (αργκό) αγοράζω ναρκωτικά
- ↪ J’suis en manque, il faut absolument que j’aille pécho ce soir.
- Αισθάνομαι έλλειψη, πρέπει οπωσδήποτε να πάω να αγοράσω κάτι απόψε.
- ↪ J’suis en manque, il faut absolument que j’aille pécho ce soir.