Μετάβαση στο περιεχόμενο

pédagogue

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pe.da.ɡɔɡ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pédagogue pédagogues

pédagogue (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pédagogue pédagogues

pédagogue (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) o δάσκαλος
     συνώνυμα: éducateur
  2. o δοκησίσοφος
  3. o παιδαγωγός

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]