pédicure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pédicure | pédicures |
pédicure (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- άτομο που ασχολείται με το πεντικιούρ