pédicure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pédicure < pédi- + λατινική curare (φροντίζω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pédicure pédicures

pédicure (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]