pédologie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pe.dɔ.lɔ.ʒi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pédologie | pédologies |
pédologie (fr) θηλυκό
- η παιδολογία
- ≈ συνώνυμα: paidologie (σπάνιο)
- η εδαφολογία