pédophile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pédophile | pédophiles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pédophile (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Δείτε επίσης : pedophile |
ενικός | πληθυντικός |
pédophile | pédophiles |
pédophile (fr) αρσενικό ή θηλυκό