péduellement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

péduellement < pédi-, κατ' αναλογία με το manuellement

Επίρρημα[επεξεργασία]

péduellement (fr)