Μετάβαση στο περιεχόμενο

péjoration

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
péjoration péjorations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

péjoration (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]