pénible
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pénible < peine
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]pénible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη peiner
pénible (fr) αρσενικό ή θηλυκό