pépère

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pépère pépères

pépère (fr) αρσενικό

  1. παπούς
  2. πατέρας
  3. γέρος
  4. ήσυχο παιδί

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pépère pépères

pépère (fr) αρσενικό

  1. ήσυχος, ήρεμος, που δεν αναστατώνεται εύκολα