pépère
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pépère | pépères |
pépère (fr) αρσενικό
- (οικείο)
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pépère | pépères |
pépère (fr) αρσενικό
- ήσυχος, ήρεμος, που δεν αναστατώνεται εύκολα