périnéal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | périnéal | périnéaux |
θηλυκό | périnéale | périnéales |
Επίθετο[επεξεργασία]
périnéal (fr)
- σχετικός με το περίνεο
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | périnéal | périnéaux |
θηλυκό | périnéale | périnéales |
périnéal (fr)