péripatéticienne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

péripatéticienne < θηλυκό του péripatéticien péripatétic- + -ienne. Δείτε και péripatétique (αρχαία ελληνική περιπατητικός < περιπατῶ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.ʁi.pa.te.ti.sjɛn/

Επίθετο[επεξεργασία]

péripatéticienne (fr) θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

péripatéticienne (fr) θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]