pétoche
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pétoche | pétoches |
pétoche (fr) θηλυκό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- avoir la pétoche: « τα κλάνω »
ενικός | πληθυντικός |
pétoche | pétoches |
pétoche (fr) θηλυκό