pétrole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pétrole < μεσαιωνική λατινική petroleum < petra + oleum < αρχαία ελληνική πέτρα + ἔλαιον
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pétrole | pétroles |
pétrole (fr) αρσενικό
- το πετρέλαιο